- φίλωνος
- φίλωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φίλωνος — Φίλων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRODITOR — apud Athenienses morte multatus est, neque intra Articae fines sepultus et bona illius publicata: ex Lege, Ε᾿άν τις ἢ πὁλιν προδιδῶ, ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ, κριθέντα εν δικαςτηρίῳ, αν καταγνώςθῃ, μὴ ταφῆναι εν τῇ Α᾿ττικῇ: τὰ δὲ χρήματα αὐτοῦ δημόσια… … Hofmann J. Lexicon universale
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σημασία — η, ΝΜΑ αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία τής λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία τής τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
συμποιώ — έω, ΜΑ [ποιῶ] συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῡντος αὐτοῑς τοῡ Φίλωνος», πάπ.) αρχ. συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… … Dictionary of Greek
φιλωνίζω — Α [Φίλων, ωνος] μιμούμαι τον Φίλωνα, ακολουθώ το φιλοσοφικό σύστημα τού Φίλωνος («Πλάτων φιλωνίζει ἢ Φίλων πλατωνίζει», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek